- τένοντας
- ο / τένων, -οντος, ΝΜΑνεοελλ.1. ανατ. σχοινιοειδής ή ταινιοειδής ινώδης σχηματισμός ποικίλου μήκους και με υπόλευκο χρώμα, ο οποίος συνδέει τους μυς με τα οστά ή με άλλα ανατομικά στοιχεία2. φρ. «αχίλλειος τένοντας»ανατ. ο καταφυτικός τένοντας τού τρικέφαλου κνημιαίου μυός στη φτέρνα, το μόνο τρωτό σημείο τού Αχιλλέως, από όπου πήρε και την ονομασίααρχ.1. ισχυρό και τεντωμένο νεύρο2. το πόδι3. (συν. στον Όμ. στον πληθ.) οἱ τένοντεςοι ισχυροί μύες τού αυχένα4. μτφ. η κορυφογραμμή («Καυκασίῳ δὲ τένοντι καὶ ῥηγμῑνι Κυταίῃ», Ανθ. Παλ.)5. φρ. α) «τένων ὁ ὀπίσθιος» — ο αχίλλειος τένοντας (Ιπποκρ.)β) «τένων πούς» — τεντωμένο πόδι (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τεν- τού τείνω, με επίθημα -ων, -οντος (πρβλ. γέρων, -οντος), βλ. και λ. τείνω].
Dictionary of Greek. 2013.